πυρομετρικός

πυρομετρικός
-ή, -ό
αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στο πυρόμετρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυρομετρικός — ή, ό, Ν [πυρομετρία ή πυρόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρομετρία ή στο πυρόμετρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”